- ὀκριόεντι
- ὀκριόειςhaving many pointsmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οκριόεις — ὀκριόεις, εσσα, εν (Α) 1. (για ακατέργαστη πέτρα) αυτός που έχει πολλές εξοχές, που έχει ανώμαλη επιφάνεια, τραχύς («τῇ ῥ ἐπὶ οἶ μεμαῶτα βάλειν λίθῳ ὀκριόεντι», Ομ. Ιλ.) 2. οξύς, αιχμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκρις «ανώμαλη προεξοχή, τραχεία επιφάνεια» … Dictionary of Greek
χερμάδιον — τὸ, Α 1. μεγάλη πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου, λίθος για βολή (α. «χερμαδίῳ... βλῆτο παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι», Ομ. Ιλ. β. «ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν βάλλον», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «χερμαδίῳ χειροπληθεῑ λίθῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, άδος. Η… … Dictionary of Greek
ὀκριόεντ' — ὀκριόεντα , ὀκριόεις having many points neut nom/voc/acc pl ὀκριόεντα , ὀκριόεις having many points masc acc sg ὀκριόεντι , ὀκριόεις having many points masc/neut dat sg ὀκριόεντε , ὀκριόεις having many points masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)